Written
by Μιχάλης Κουρής
Ο
τυπικός αλλά τακτικός παρατηρητής των ελληνικών μέσων μουσικής πληροφόρησης (αν
και το αυτό ισχύει και στα “ξένα” σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό) μπορεί με ευκολία
να διακρίνει την αγωνία τους να εντοπίσουν - ει δυνατόν, πρώτα από όλους - το
νέο underground (ξανά, χρησιμοποιούμε τον όρο για ευκολία μιας και το
internet έχει φέρει τα πάντα στην “επιφάνεια”) όνομα που θα
συναρπάσει το κοινό και θα αποτελέσει το επόμενο δυνατό χαρτί της ελληνικής
σκηνής - ώστε όχι μόνο αυτή να βαυκαλίζεται για το υψηλό ποιοτικό επίπεδο της,
αλλά και να αποδείξει σε ημετέρους και “εξωσχολικούς” πως έχει εμπορικά νόημα
και ύπαρξης. Αναζητώντας λοιπόν τους νέους Planet Of Zeus και 1000mods και αναγνωρίζοντας
το γκελ που έχει ο ήχος αυτός στην εγχώρια νεολαία τα τελευταία χρόνια,
ασυναίσθητα τα αυτιά των ακροατών, απλών και ειδικών,, συγκεντρώνονται
περισσότερο σε πιο heavy rock/psychedelic/stoner ακούσματα. Οι Θεσσαλονικείς Naxatras, ως εκπρόσωποι της “ταξιδιάρικης” πλευράς αυτής της
τάσης, πέτυχαν από το πρώτο κιόλας άλμπουμ που κυκλοφόρησε μόλις πέρυσι (2015,
για την ευκολία του αναγνώστη του μακρινού μέλλοντος) να αγγίξουν το ντόπιο
κοινό χωρίς να κάνουν κάποια εξαντλητική διαφήμιση στο υλικό τους ή, ακόμη περισσότερο,
χωρίς να έχουν πίσω τους κάποια εταιρία προώθησης που να τους βοηθήσει σε αυτό
το έργο. Με την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου τους (ΙΙ τιτλοφορείται, μην ψάχνετε πρωτοτυπίες), η κάθοδος
στην Αθήνα για την παρουσίασή του κρίθηκε επιβεβλημένη.
Οι One Man Drop μοιράζονται μέλη με τους Madleaf (ενώ μέχρι πριν λίγο καιρό ενεργό ρόλο έπαιζε σε
αυτούς ο Διαμαντής Καζούρης των Make Believe) αλλά δεν σχετίζονται ηχητικά (και σωστά, αν με
ρωτάτε, αλλιώς η ύπαρξή τους θα είχε λιγότερο νόημα). Δεν θα έπρεπε λοιπόν,
στην support εμφάνισή τους στο live, να περιμένετε από αυτούς σκληρούς ήχους από το
σεντούκι των heavy rock συγκροτημάτων,
αλλά ένα psych rock με garage προσμίξεις, μία ιδέα grunge revival
(ειδικά στα φωνητικά) και το ανάλογο fuzz-άκι, μία μίξη που
εκ του αποτελέσματος φανέρωνε πως τα μέλη της μπάντας σέβονται και γνωρίζουν τα
είδη με τα οποία καταπιάνονται. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από το ομώνυμο
ντεμπούτο τους, που κυκλοφόρησε λίγο πριν μπει το 2016 και περιήλθε με
συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς δεύτερη σκέψη στην κατοχή του γράφοντος μετά
το live. Το άλμπουμ αποδόθηκε ζωντανά στην ολότητά του, με
ελαφρώς περισσότερη ενέργεια και σαφώς περισσότερο groove, απόρροια του στιβαρού rhythm section της
μπάντας. Στα θετικά θα πρέπει φυσικά να συμπεριλάβουμε και την πολύ καλή
διασκευή (ίσον διασκευή με άποψη) στο Suspicious Minds του Elvis Presley. Οι
νεότερες ηλικίες λογικά εκτίμησαν την όχι τόσο λαοφιλή μουσική άποψή τους,
σίγουρα όμως όσοι είχαν μεγαλύτερη εξοικείωση με το psych rock θα ταυτίστηκαν
περισσότερο. Η απόδοση της μπάντας βεβαίως δεν μπορούσε να τεθεί υπό
αμφισβήτηση και κομμάτια όπως το 2 is 3, With You και Just Me δεν
μπορούν (ούτε πρέπει) να περάσουν απαρατήρητα από κανέναν σοβαρό ακροατή του
γενικότερου rock ήχου. Περιμένω να τους ξαναδώ ζωντανά, γιατί όχι σε
ένα πιο “δικό τους” live.
Δεν
μπορώ να γνωρίζω φυσικά τις προσδοκίες των μελών των Naxatras όταν ταξίδευαν προς την πρωτεύουσα, αλλά όσο νά ’ναι
μία δικαίωση θα πρέπει να την ένιωσαν όταν αντίκρυσαν μπροστά τους ένα Death Disco γεμάτο από
ακροατές κάθε ηλικίας. Άγουροι πιτσιρικάδες με “παρθένα” αυτιά μέχρι ώριμοι
μεσήλικες που έχουν φάει τα χρόνια τους να ακούν ενδιαφέρουσες μουσικές,
ξεπούλησαν τα εισιτήρια της συναυλίας, σε μια ημέρα μάλιστα που οι απεργίες των
ΜΜΜ, η τυπική κυριακάτικη ραστώνη και η ανοιξιάτικη βροχή δυνητικά θα
καθίσταντο ανασταλτικοί παράγοντες για την αθρόα προσέλευση. Τα συνεχή χαμόγελά
της μπάντας, και ειδικότερα του μπασίστα Γιάννη Βαγενά που είχε αναλάβει το
επικοινωνιακό κομμάτι σε σχέση με το κοινό, μόνο ικανοποίηση φανέρωναν για αυτό
που βίωναν επί μιάμιση περίπου ώρα.
Στη
μιάμιση λοιπόν αυτή ώρα της εμφάνισής των Naxatras ακούστηκαν τα περισσότερα δισκογραφημένα κομμάτια
τους (ακόμη και μέσα από το ξεχωριστό στη δισκογραφία τους ΕΡ), παρέχοντας έτσι
μία ολοκληρωμένη εικόνα της μπάντας. Από το εναρκτήριο Oort Cloud/Proxima Centauri ως το
καταληκτικό crescendo (κι ας ξέφυγαν λίγο εκεί, συνεπαρμένοι από την
στιγμή), με χαρακτηριστικότερους ενδιάμεσους σταθμούς το “post-apocalyptic blues” του Downer, την chill-out ατμόσφαιρα του Waves (που βρήκε ιδιαίτερα μεγάλη ανταπόκριση στο κοινό), το
hit-άκι του τελευταίου δίσκου Sisters Of The Sun (που ακούσατε σε
πρόσφατη εκπομπή μας) και το απαραίτητο/πολυαναμενόμενο I Am The Beyonder (με εμβόλιμο εκτός
προγράμματος riff του Hassan I Sahbba στο κεντρικό σόλο,
ελέω και των δύο εμφανίσεων των Hawkwind στην
Ελλάδα), όλα τα κομμάτια παρουσιάστηκαν σε εξαιρετικές εκτελέσεις και με
ήχο-κανόνι. Παρά το φαινομενικό χύμα της υπόθεσης, που ενδεχομένως προκύπτει
από το μουσικό ύφος της μπάντας και τον τρόπο και χρόνο της ηχογράφησης των
δίσκων, οι πολύ προσεγμένες trippy προβολές (που
έμοιαζαν ταιριαστές για κάθε κομμάτι όπως προβάλλονταν στο backdrop του Death Disco και, πολύ σημαντικό, ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ και δεν υπήρχαν απλώς
για να αποτελέσουν άλλο ένα bullet στο βιογραφικό της μπάντας) με κύριο πρωταγωνιστή τη
μάσκα που δεσπόζει στα εξώφυλλά τους, όπως και ο εξαιρετικός και στοχευμένος
ήχος, έδειχναν πως δεν είναι ακριβώς η τύχη που ορίζει την πορεία τους, έστω κι
αν οι ίδιοι υποστηρίζουν πως ο τρόπος που κινούνται στηρίζεται περισσότερο στον
αυθορμητισμό.
Οι
ψυχεδελικοί ήχοι που μας προσφέρει το βορειοελλαδίτικο τρίο εννοείται πως έχουν
ξανακουστεί στο παρελθόν, ειδικά στα 60s και τα 70s - μιλάμε για
σχεδόν μισό αιώνα πίσω - όπως αυτά πέρασαν στους νεότερους συνεχιστές
(καλύτερα: αναβιωτές) του ύφους και διαμόρφωσαν τις σύγχρονες ψυχεδελικές
τάσεις. Έτσι κι αλλιώς όμως σε ένα live δεν αναζητάς τόσο
τη μουσική πρωτοτυπία όσο την ψυχική σύνδεση που έχουν οι μουσικοί με το υλικό
τους και το κατά πόσο επιτυγχάνουν να την επικοινωνήσουν στους θεατές. Καθ΄όλα
δικαιολογημένο λοιπόν που, μετά το τέλος της εμφάνισής τους, τα μέλη της
μπάντας δεν προλάβαιναν να δέχονται συγχαρητήρια από φίλους και λοιπούς
παριστάμενους. Το αθηναϊκό κοινό χάρηκε σίγουρα που είδε μία από τις πλέον
ανερχόμενες (ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη, εδώ που τα λέμε…) νέες ελληνικές
μπάντες σε μία headline εμφάνιση τώρα που κινούνται ζεστά.
Ελπίζουμε να τους δούμε ξανά στην πόλη μας. Τώρα που προλαβαίνουμε, γιατί ποιος
ξέρει αν στο σύντομο μέλλον θα κάνουμε μαύρα μάτια να τους δούμε ζωντανά επειδή
θα περιοδεύουν εκτενώς στο εξωτερικό (προσωπικά τους το εύχομαι).
Κείμενο:
Μιχάλης Κουρής / Φωτογραφίες: Shanti Thomaidi
Τα νέα παιδιά από την Θεσσαλονίκη, εισέβαλαν στον χώρο του Live Club Death Disco, αποδεικνύοντας πως το ψυχεδελικό Rock κάνει ακόμα αισθητή την παρουσία του! Απολαύστε τους!
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου